διακαῆ

διακαῆ
διακαής
burnt through
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
διακαής
burnt through
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
διακαής
burnt through
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διακαῇ — διακαίω burn through aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρυωτάκης, Κώστας — (Τρίπολη 1896 – Πρέβεζα 1928). Ποιητής. Το επάγγελμα του πατέρα του στάθηκε αφορμή να γνωρίσει πολλές πόλεις της ελληνικής επαρχίας (Λευκάδα, Κεφαλονιά, Λάρισα, Καλαμάτα, Πάτρα, Χανιά). Σπούδασε στη νομική σχολή Αθηνών και αργότερα διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… …   Dictionary of Greek

  • διακαής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς μτφ., συναισθήματα που βιώνονται με πολύ έντονο, σφοδρό τρόπο: Κατέχομαι από διακαή πόθο να τον δω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”